- αναγυρεύω
- (αόρ. αναγύρεψα) μετ.1) см. αναζητώ; 2) вспоминать с тоской (о прошедшем и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγυρεύω — (Μ ἀναγυρεύω) 1. προσπαθώ να βρω, αναζητώ επίμονα 2. προσπαθώ να θυμηθώ 3. κάνω μνεία κάποιου που απουσιάζει, αναφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γυρεύω. ΠΑΡ. αναγύρευση ( ις)] … Dictionary of Greek
αναγυρεύω — εψα, αναζητώ, αποζητώ με πόθο κάτι που είχα: Αναγύρεψε τους συνομήλικους συχωριανούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγύρευση — η (Μ ἀναγύρευσις) [ἀναγυρεύω] αναζήτηση … Dictionary of Greek
κοσμοαναγυρεύω — (ΑM) κοσμογυρεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ἀναγυρεύω «αναζητώ επίμονα»] … Dictionary of Greek